καλόφωνος

καλόφωνος
-η, -ο (Μ καλόφωνος, -ον)
καλλίφωνος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλόφωνος — η, ο αυτός που έχει ωραία φωνή: Βάζουμε πάντα τον Παύλο να τραγουδάει, γιατί είναι καλόφωνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοφωνόπουλον — καλοφωνόπουλον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καλόφωνος*) καλλίφωνο παιδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόφωνος + πουλον (ουδ. τής κατάλ. πουλος < λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. Ελληνό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • καλοφωνώ — (Μ) [καλόφωνος] καλοφωνίζω*, τραγουδώ ωραία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”